- ρητίνευση
- η, Ν [ρητινεύω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ρητινεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρητινεύω — ευσα, μαζεύω ρετσίνι από τα πεύκα· ουσ. ρητίνευση, η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρητινεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)